ΘΕΜΑΤΑ
…κι η μάνητα, συχνά που εκόρωσε και γνωστικούς ακόμα,
και πιο γλυκιά απ᾿ το μέλι μέσα μας το σταλαχτό ανεβαίνει,
σαν τον καπνό γοργά φουντώνοντας στα στήθη των ανθρώπων!
Ομήρου Ιλιάδα, μετάφραση Καζαντζάκη-Κακριδή, ραψωδία Σ, 109-110
Γράφει ο Δημήτρης Τζήκας
Σημειώσεις και αποσπάσματα από το βιβλίο του Καρόλου Τάκερμαν «Οι Έλληνες της σήμερον». Η απόδοση γίνεται στη νέα ελληνική γλώσσα, με βάση τη μετάφραση του Αντωνίου Α. Ζυγομαλλά· εκδόθηκε στην Αθήνα, το 1877, Εκ του τυπογραφείου της φιλοκαλίας. Σύμφωνα με τον μεταφραστή, ο Κάρολος Τάκερμαν ήταν ο πρώτος πρεσβευτής των Ηνωμένων Πολιτειών στην Ελλάδα και είχε τη φήμη του φιλέλληνα. Ο Τάκερμαν ολοκλήρωσε κλασικές σπουδές στην πατρίδα του και δείχνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την ιστορία της Ελλάδας και τις αρχαιότητες της εποχής. Ενδιαφέρουσες είναι ακόμη οι παρατηρήσεις του για τις γεωπολιτικές εξελίξεις γύρω από το ανατολικό ζήτημα και την πολιτική των λεγόμενων μεγάλων δυνάμεων, ειδικά της Αγγλίας και της Αμερικής. Δημοσιεύουμε στη συνέχεια αποσπάσματα από το κεφάλαιο με τίτλο Ο χαρακτήρ των σύγχρονων Ελλήνων:
[…] «Βεβαίως, ο Έλληνας έχει κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, όμοια μ’ εκείνα των αρχαίων κατοίκων της Ελλάδας, τα οποία δεν υπάρχουν με κανέναν τρόπο ίδια (κοινά) σε άλλα σύγχρονα έθνη: περιέργεια, κενοδοξία, φιλοδοξία, πανουργία κτλ., αν και συναντώνται σε όλα τα έθνη, λιγότερο ή περισσότερο, μαζί με άλλες ιδιότητες χαρακτηρίζουν κυρίως τους σύγχρονους Έλληνες, παρά οποιονδήποτε άλλο λαό· τέτοια γνωρίσματα, στο σύνολό τους, συμφωνούν θαυμάσια με τον χαρακτήρα που αποδίδεται στους αρχαίους Έλληνες. Η ομοιότητα δεν περιορίζεται μόνο στα ηθικά προτερήματα ή ελαττώματα. Ο αρχαίος τύπος της φυσικής καλλονής αναφαίνεται σε πολλές περιοχές του σημερινού βασιλείου της Ελλάδας, ατελής μεν, αλλά σε τέτοιο βαθμό, ώστε να γίνεται αισθητός. Το πιο περίεργο απ’ όλα είναι, ότι ελάχιστα αλλοιώθηκε η αρχαία ελληνική γλώσσα, παρά τους αιώνες της ξενικής τυραννίας και της υλικής εξαχρείωσης. Λέει ο Φέλτων: «Η διατήρηση της γλώσσας, η οποία ουσιαστικά είναι η ίδια, όπως ελαλείτο επί Δημοσθένη, είναι έκτακτο και τρανό τεκμήριο της ακατάβλητης εθνικότητας στην ιστορία της φυλής μας.»
Αστική, αντρική φορεσιά της Κρήτης (1972). Οι άνδρες φορούν βράκα με σαλβάρια, τον επενδυτή, γελέκο, μεϊντάνι, ζώνη, καρτσόνια και καπότο, καθώς και ασημένιο μαχαίρι στη μέση, βουργίδι και κρατούν κατσούνα.
Τα προηγούμενα δεν πρέπει να θεωρούνται πράγματα επουσιώδη, σε οποιαδήποτε έρευνα που έχει στόχο να λύσει το ζήτημα, για το οποίο η σχολή του Φαλμεράιερ απεφάνθη τόσον αυθαιρέτως. Αν είχα τη διάθεση και την ευκαιρία να επιμείνω σε αυτό το θέμα -πράγμα που αδυνατώ να πράξω- θα αντιπαρέθετα διάφορα χωρία των κλασικών ιστοριογράφων, όπου περιγράφονται τα ελαττώματα και τα προτερήματα του χαρακτήρα των αρχαίων Ελλήνων, προς τις επικρίσεις των σύγχρονων συγγραφέων για τη σημερινή ελληνική φυλή. Πολλά πράγματα θα τα βρίσκαμε σχεδόν όμοια (παράλληλα), ενώ σε άλλα οι διαφορές θα ήταν αρκούντως καταφανείς. Ειδικότερα, οι σημερινοί Έλληνες φαίνονται να υστερούν πολύ καθαρά, όταν με την αντιπαραβολή αυτήν έχει κάποιος σκοπό [να εξετάσει] το μεγαλείο των αρχαίων σε σύγκριση με την ανικανότητα των νεότερων ν’ αποδείξουν με ορατά τεκμήρια και συντελεσθέντα έργα, ότι πράγματι είναι γνήσιοι απόγονοι εκείνων.
Ο Έλληνας σε κοιτάζει στα μάτια και βολιδοσκοπεί τις σκέψεις σου (τα διανοήματά σου), πριν ακόμα εκφράσει τις δικές του· υπολογίζει τις ανάγκες σου, παρά τις δικές του· συμφωνεί ή φαίνεται να συμφωνεί με τα μάτια και τα χείλη, πλην όμως, από μέσα του, ανυπομονεί (αδημονεί) για την αμάθεια και την μωρία σου. Τον αποχωρίζεσαι πεισμένος ότι η έξοχη διάνοια και η πειστικότητα των λόγων σου του έκαναν βαθιά εντύπωση· εκείνος απομακρύνεται ευχαριστημένος εξίσου, επειδή απαλλάχτηκε από έναν οχληρό.
[Το ελληνικό πνεύμα]
Ουδόλως έχω πρόθεση ν’ αναλύσω τον ελληνικό χαρακτήρα, αλλά να υποδείξω απλώς τις κυριότερες ιδιότητές του, προκειμένου να επανορθώσω κάποιες προλήψεις που υπάρχουν και μερικές ευρέως διαδεδομένες παρανοήσεις. Άλλωστε, αν απλώς απαριθμήσουμε τα ηθικά και διανοητικά χαρακτηριστικά των Ελλήνων, θα έχουμε μια ολωσδιόλου αόριστη ιδέα για το ελληνικό πνεύμα. Η ιδιαίτερη ομοιότητα αυτών των χαρακτηριστικών αποτελεί τον σημερινό Έλληνα· σχετικά με αυτά, λοιπόν, ο Έλληνας είναι ζωηρός, ευαίσθητος, ευερέθιστος, τέκνο της στιγμής· ως προς την ιδιοσυγκρασία του, είναι μάλλον Γάλλος παρά Ιταλός ή Γερμανός και διαφορετικός εκ διαμέτρου (αντίστροφος) από τους Αγγλοσάξονες. Είναι ζηλότυπος και φιλόδοξος, εγωιστής και ματαιόφρονας αντιλαμβάνεται τα πράγματα (αντιληπτικός) και ταυτόχρονα τα συναισθάνεται (συμπαθητικός). Αποδίδει πίστη στην πίστη και υποψία στην υποψία· έχει αποκτήσει αρκετή ευφυία, ώστε να σπέρνει τη σύγχυση, και αρκετή πονηριά, ώστε να μπορεί να εξαπατά· πότε είναι ύπουλος και πότε ειλικρινής. Είναι φανατικός εχθρός, γενναίος δε και φιλόξενος φίλος. Η λεπταισθησία του νου (λεπτόνοια) είναι ίσως το εξέχον χαρακτηριστικό της πνευματικής του ιδιοσυγκρασίας· αν υπάρχει κάποια αναλογία μεταξύ του σύγχρονου Αθηναίου και του Αθηναίου όπως ήταν πριν είκοσι δύο αιώνες, είναι ολοφάνερη σε αυτήν ακριβώς την ιδιότητα. Η πονηριά του Έλληνα βρίσκεται σε τόσο μεγάλη αντίθεση με την απέριττη ειλικρίνεια του Άγγλου ή του Αμερικανού, ώστε πολλές φορές οι ξένοι την εκλαμβάνουν ως ατιμία. Την λεπτότητα των τρόπων και τα «περιποιημένα» λόγια των Γάλλων, των Ελλήνων, των Ισπανών και των Ιταλών, δεν τα δέχεται ο Αμερικανός και ο Άγγλος, όχι σπάνια και ο Γερμανός, επειδή τα θεωρούν ως κάτι προσποιητό· όμως, αυτό δεν συνεπάγεται αναγκαστικά, ότι ουδεμία πραγματική έννοια κρύβεται (λανθάνει) κάτω από την επιφάνεια. Ο άνθρωπος μπορεί να «μειδιά και να είναι κακούργος»· αλλά μπορεί επίσης να χαμογελά, να ποικίλλει τον λόγο του με τσιριμόνιες και κολακείες, χωρίς να υστερεί στο ελάχιστο ως προς τη φιλανθρωπία ή την τιμιότητα του ειλικρινέστερου από τους επικριτές του· ο Έλληνας είναι πιθανό να κρύβει τις σκέψεις του (τους ίδιους διαλογισμούς), για όσον χρόνο φαίνεται να συμφωνεί με τις δικές μας· έτσι πράττει, όμως, αυτό δεν σημαίνει ότι από πριν μελετά να μας εξαπατήσει.
Αντρική φορεσιά της Στερεάς Ελλάδας (1973). Το πιο γνωστό ένδυμα, η φουστανέλα, που τη φορούσαν κυρίως οι αρματολοί και οι κλέφτες, τη καθιέρωσε ο πρώτος βασιλιάς της Ελλάδας Όθωνας ως αυλικό ένδυμα.
Η πολιτική και η σύνεση υπαγορεύουν τρόπους, τους οποίους ο ανατολίτης θεωρεί καταλληλότερους από την απότομη παρρησία: το θάρρος του λόγου, αν δε ματαιώσει κάποιον σκοπό, δεν είναι διόλου απίθανο να τον βλάψει. Οι σύγχρονοι Έλληνες παρουσιάζουν ωραία και καλά τα γεγονότα, όπως οι πρόγονοι τα έργα της αρχιτεκτονικής τους. Μερικοί προτιμούν τις εσωστρεφείς έλικες των ιονικών στηλών, άλλοι τις προεξέχουσες ακμές του κορινθιακού ρυθμού. Ο Έλληνας σε κοιτάζει στα μάτια και βολιδοσκοπεί τις σκέψεις σου (τα διανοήματά σου), πριν ακόμα εκφράσει τις δικές του· υπολογίζει τις ανάγκες σου, παρά τις δικές του· συμφωνεί ή φαίνεται να συμφωνεί με τα μάτια και τα χείλη, πλην όμως, από μέσα του, ανυπομονεί (αδημονεί) για την αμάθεια και την μωρία σου. Τον αποχωρίζεσαι πεισμένος ότι η έξοχη διάνοια και η πειστικότητα των λόγων σου του έκαναν βαθιά εντύπωση· εκείνος απομακρύνεται ευχαριστημένος εξίσου, επειδή απαλλάχτηκε από έναν οχληρό. Σε καταλαβαίνει περισσότερο απ’ όσο τον καταλαβαίνεις· ενώ εσύ απομακρύνεσαι έχοντας εσφαλμένη γνώμη, εκείνος, αντίθετα, αποχωρεί σεβόμενος μεν την εντιμότητα του χαρακτήρα σου, πεισμένος όμως όλο και περισσότερο, ότι το έθνος σου και τα έθιμά του είναι παράλογα. Ο Έλληνας δεν προσπαθεί να εξαπατήσει κάποιον, εκτός αν πρόκειται για επίδειξη πνευματικής υπεροχής. Απελπίζεται όμως, όταν όλοι παρουσιάζονται ίσοι και όμοιοι· εφόσον επιθυμεί τη φιλία σου, αποφεύγει τον ανταγωνισμό. Αν πιστεύει σε κάτι ο Έλληνας, πιστεύει στην καταγωγή του, στην ικανότητά του, στην υπεροχή των δικαιωμάτων του. Εάν περιφρονηθεί και απωθηθεί, λυπάται για την τύχη του (οικτίρει), κατηγορώντας τη φτώχεια ή την αδυναμία του ν’ αναμετρηθεί με τον αντίπαλο. Φαίνεται τότε ασθενής και ουδόλως προβάλλει αντίσταση· ωστόσο, επαναπαύεται στις ιδέες του και συνεχίζει να είναι βέβαιος για τα δικά του προτερήματα. Ο φτωχός και στερημένος ευπατρίδης, περήφανος για την ευγενική καταγωγή του, καρπώνεται μερικές φορές όσα περισσότερα οφέλη μπορεί από τους νεόπλουτους, τους οποίους όμως περιφρονεί βαθιά μέσα του· έτσι και ο Έλληνας, ίσως βρίσκει παρηγοριά στην ιδέα, ότι άλλα έθνη -παρ’ όλη τη δύναμη και την ρώμη τους- δεν είναι παρά νάνοι συγκρινόμενα με το δικό του έθνος· με περηφάνια θεωρεί την εθνικότητα ως δώρο, μέσω της ευγένειας του αίματος που ρέει στις φλέβες του· δεν διστάζει να δεχτεί οτιδήποτε έχει ο υπόλοιπος κόσμος να του δώσει, απαιτεί μάλιστα και περισσότερα, με την ενδόμυχη πεποίθηση, ότι του αποδίδονται απλώς τα οφειλόμενα. Από εδώ πηγάζει και η ματαιοφροσύνη του Έλληνα, η οποία είναι χαρακτηριστικό μάλλον εθνικό παρά προσωπικό· ωθούμενος από τέτοιες ματαιότητες μιμείται τα ισχυρά έθνη ως προς την εξωτερική μεγαλοπρέπεια, μήπως έτσι κάποια από τα έθνη αυτά δώσουν σημασία στην πατρίδα του. Ακούει τα καυχήματα και αναγνωρίζει τις ωφέλειες των μεγαλοπρεπών αυλών, του ισχυρού στρατού, της εθνικής βουλής και των υπουργικών αξιωμάτων.
Γυναικεία φορεσιά των Νομάδων της Ηπείρου (1972). Η ενδυμασία φοριόταν από τους Αρβανιτόβλαχους που ονομάζονταν Καραγκούνηδες της Ηπείρου. Αποτελείται από λευκό πουκάμισο με κέντημα στον ποδόγυρο και την τραχηλιά, μαύρο σεγκούνι και υφαντή ποδιά. Στο κεφάλι φορούν πρόσθετες κοτσίδες ενώ ο κεφαλόδεσμος αποτελείται από ψηλό κωνοειδές καπέλο που τη βάση του περιτρέχει ασημένιο έλασμα, ως διάδημα. Οι ασημένιες αλυσίδες στο στήθος, η ζώνη με την πόρπη, το κεμέρι, και τα βραχιόλια συμπληρώνουν τη φορεσιά.
Όπως οι αρχαίοι Αθηναίοι, συνεισφέρει και αυτός στην υποστήριξη κοινωφελών έργων, ενώ πληρώνει ευχαρίστως τους φόρους για τη συντήρηση ενός μικρού στόλου και του ολιγάριθμου εθνικού στρατού· αν πεθάνει πλούσιος, είτε μακράν της πατρίδας είτε στα χώματά της, αφήνει ένα σημαντικό (αδρό) ποσό χρημάτων υπέρ του εθνικού πανεπιστημίου, των μουσείων, των σχολείων ή των νοσοκομείων, ή για την ίδρυση και αποπεράτωση κάποιου δημοσίου καταστήματος, που στο μέλλον θα φέρει το δικό του όνομα.
Απολαμβάνει την ύπαρξή του και αγαπά τόσο πολύ τη ζωή, ώστε δε λογαριάζει καμμιά θυσία για να τη διατηρήσει· κι όμως: κανείς άλλος δεν βλέπει τον θάνατο με τόσο μεγάλη στωική απάθεια, κανείς δεν ποθεί διακαώς τόσα μαρτύρια, αρκεί να είναι παρόντες φίλοι έτοιμοι να επικροτήσουν την πράξη του ή να υπάρχει έστω και η αμυδρότατη ελπίδα, ότι θ’ αφήσει αείμνηστη δόξα στις επόμενες γενιές. Κατά την Επανάσταση [του 1821], περισσότερο η προμελέτη παρά η φυσική ορμή υπήρξε η μητέρα πολλών ηρωικών πράξεων, οι οποίες χάρισαν αιώνια δόξα στον Κανάρη, τον Μιαούλη, τον Μπότσαρη, τον Κολοκοτρώνη και τόσους άλλους.
[Η ματαιοδοξία]
Η ματαιοδοξία (κενοδοξία) του Έλληνα εντοπίζεται κυρίως στα χαρίσματα της διάνοιας. Αν δεν μπορεί ο ίδιος να διαπρέψει, καμαρώνει (σεμνύεται), ότι τουλάχιστον η διπλωματία, η νομομάθεια, η δικηγορική ικανότητα και γενικότερα η πανεπιστημιακή μόρφωση στην Αθήνα δύναται άριστα να συγκριθεί με τη μόρφωση που αποκτά κάποιος σε άλλα έθνη. Η ατομική μετριοφροσύνη του Έλληνα, ιδίως των λαϊκών τάξεων, φαίνεται πολύ καλά στα ρούχα που φοράει (εν τω ιματισμώ). Κατά τις συχνές και πυκνές γιορτές τους, ακόμη και οι μετριοφρονέστατες των γυναικών -οι Ελληνίδες όλες είναι φύσει μετριόφρονες- στολίζουν τα σώματά τους με ακριβοπληρωμένα κοσμήματα και αταίριαστα (απρεπή) χρώματα· όποιος [άνδρας] φοράει φέσι και φουστανέλα, ενδεχομένως έχοντας δαπανήσει μεγάλα χρηματικά σε σχέση με τις δυνατότητές του, για χρυσόν επενδύτη και πολυτελείς περισκελίδες, επιδεικνύει την χιονόλευκη ενδυμασία του ακόμη και στο κατάστρωμα ρυπαρού ατμόπλοιου, εκεί όπου ο ξένος επιλέγει να φορέσει τα πιο συνηθισμένα (τετριμμένα) ρούχα του.
Αντρική φορεσιά των Αρματωμένων του Μεσολογγίου (1972). Η πρώτη και παλιότερη ενδυμασία των αντρών αποτελούνταν από το αντερί, τη φλοκάτα και το φέσι. Το αντερί είδος ριχτού αντρικού φορέματος με μανίκια ήταν ανοιχτό μπροστά, αλλά κούμπωνε στο πλάι με μια ζάβα, όμοιο με το σημερινό μεσοφόρι των παπάδων.
Ο Έλλην αξιωματικός αισθάνεται ηδονήν έξοχον και με τον κρότο ακόμα του ξίφους του, όχι μόνον στις κατασκηνώσεις των στρατοπέδων ή κατά τις επίσημες παρελάσεις, αλλά και μέσα σε ιδιωτικές αίθουσες, όπου πορεύεται προς επίσκεψιν. Οποιοσδήποτε μπορεί ν’ απαριθμήσει τους ήχους της ξιφοθήκης του αξιωματικού καθώς ανεβαίνει ένα ένα τα σκαλοπάτια της κλίμακας, με πολεμοχαρείς διαθέσεις (αρειμανίως), λες και πρόκειται να κάνει έφοδο. Αν λάβει καμιά επωμίδα ή σταυρό από κάποιον ξένο ηγεμόνα, αφού υπηρέτησε υπό τις διαταγές του, δεν αποκρύπτει τηναπεριόριστον ηθικήν ευχαρίστησίν του. Στο ελληνικό βασίλειο, τα παράσημα απονέμονται με τόση σπατάλη, ώστε απώλεσαν σχεδόν πάσαν αξίαν· η απονομή παρασήμων είναι ο λιγότερο δαπανηρός τρόπος να ικανοποιείς εκείνους που δεν συμφωνούν με την άποψη, ότι η αρετή αμείβει από μόνη της (καθ΄ εαυτή)·αυτοί θέλουν επιπλέον ένα εξωτερικό σημείο, ως τεκμήριο για τις προσωπικές τους διακρίσεις. Ωστόσο, αν κάποιος θέλει να μάθει για ποιόν λόγο φέρει ο άνδρας τέτοια διακριτικά παράσημα, πολλάκις θα πρέπει να ρωτήσει τον ίδιο. Σχετικά με αυτά, ουδαμώς ο Έλλην απατάται, όπως δεν απατάται και το μικρό παιδί, που γνωρίζει πολύ καλά ότι το κέρινο αγαλματάκι του είναι κενό και εύθραυστο· κι όμως: σε αυτό το παράσημο βρίσκεται (έγκειται) το καμάρι και η ευφροσύνη της καρδιάς του. Κατά τις δημόσιες τελετές, η απλοϊκή στολή του Αμερικανού πρέσβη βρίσκεται σεπαντελή αντίθεση με τις χρυσοποίκιλτες και απαστράπτουσες στολές των υπολοίπων μελών του διπλωματικού σώματος· αυτό πάνω από μία φορά προκάλεσε τις επευφημίες του τύπου. Πριν από καιρό, ένας επιφανής στρατηγός των Ηνωμένων Πολιτειών παραβρέθηκε σ’ έναν βασιλικό χορό, στην Αθήνα· την επόμενη μέρα, μια εφημερίδα σχολίασε το απλούν και απέριττον ενός ανθρώπου που «νίκησε σε σαράντα μάχες, κι όμως φοράει στολή άνευ ουδενός παρασήμου»· με κάποια πικρία, σύγκριναν τον πρέσβη με το πλήθος εκείνο των «χρυσοστόλιστων και αστεράτων ανδρών που γέμιζε την αίθουσα: από αυτούς ουδείς ουδέ ρανίδα αίματος έχυσε υπέρ της πατρίδας του, μάλιστα οι πλείστοι αγνοούν ακόμη και την οσμή της πυρίτιδας.»
Γυναικεία φορεσιά της Αιδηψού (1974). Η φορεσιά αποτελείται από το πκάμσο, το ζιπούνι, την τσούκνα, το σεγκούνι, την τραχηλιά, το ζουνάρι, την ποδιά, τα καλτσά και τα ποδετά. Ως κοσμήματα συναντάμε το ασημογιόρντανο, τον καρφητσωτήρα, το θηλυκωτάρι και την αρμάθα.
Μαζί με τη ματαιοφροσύνη των εξωτερικών επιδείξεων πλεονάζει στην Ελλάδα και μια ψευτοπερηφάνια περί κοινωνικής θέσεως. Η αντίληψη (πρόληψη) αυτή, ας την πούμε έτσι, επικρατεί ακόμα και στην κατώτατη τάξη της ελληνικής κοινωνίας και παρακωλύει σημαντικά την υλική πρόοδο του τόπου. Πουθενά δεν τηρείται αυστηρότερα η κοινωνική θέση (βαθμός), όσο στις πόλεις της Ελλάδας και βεβαίως στην έσχατη τάξη των χειρωνακτών. Στην Κίνα, ο ιδιαίτερος υπηρέτης ενός ευπατρίδη ουδέποτε δέχεται να μαζέψει από το τραπέζι του κυρίου του τα σπασμένα κομμάτια ενός ποτηριού, αλλά καλεί τον υπηρέτη της οικίας. Τέτοιες ανοησίες επικρατούν και στην Αθήνα· ένας από τους υπηρέτες μου, νέος στην ηλικία, ήρθε κάποτε και απαίτησε τους μισθούς και την απόλυσή του· ο μόνος λόγος που ανέφερε για την αποχώρησή του, ήταν ότι δεν έβρισκε την εργασία του ταιριαστή (εμπρέπουσα). «Ποιά εργασία εννοείς;», τον ρώτησα. «Να βοηθώ τον μάγειρα!», μου απάντησε. Μήνες μετά το συμβάν, εισερχόμενος στην Βουλή (βουλευτήριο) και χαιρετώντας τον σκοπό της εισόδου, αναγνώρισα τον πρώην υπηρέτη μου, που κατείχε τώρα μια περισσότερο αξιοπρεπή θέση: υπηρετούσε ως στρατιώτης την πατρίδα του, λαμβάνοντας μόλις δεκαέξι λεπτά την ημέρα (καθεκάστην) και την τροφή του.
Γυναικεία φορεσιά Ηπείρου (1974). Οι φορεσιές της Ηπείρου χωρίζονται σε πολλές κατηγορίες τόσο ανά περίσταση όσο και ανά περιοχή. Η συγκεκριμένη είναι από τις λαμπρότερες ποικιλίες της γυναικείας φορεσιάς, ιδιαίτερα της αστικής τάξης.
[Η φιλοδοξία και η ζηλοτυπία]
Όπως και παλιά, η προσωπική φιλοδοξία είναι και σήμερα το εξέχον χαρακτηριστικό του Έλληνα. Η άμιλλα είναι η ακόνη του πανεπιστημίου, του δικηγορικού βήματος και της πολιτικής παλαίστρας· όποιος επιδιώκει ακαδημαϊκές ήαστικές δάφνες, και όταν αποτυγχάνει, δεν θεωρεί τον εαυτό του ηττημένο. Τον νεότερο Θεμιστοκλή δεν τον αφήνουν να κοιμηθεί (ουκ εά καθεύδειν) τα τρόπαια των αντιπάλων, όχι μόνον αυτόν αλλά και τους Πλάτωνες, τους Αλκιβιάδηδες και τους Δημοσθένηδες της Βουλής των αντιπροσώπων. Πλην όμως, όσο ανεβαίνει την τραχεία και απατηλή οδό, σκιές αγριωπές και με αλλοιωμένα χαρακτηριστικά τινάζονται ξαφνικά από τους εκατέρωθεν θάμνους, χωρίς να τον εγκαταλείπουν ούτε στιγμή. Περισσότερο ή λιγότερο αναπτυγμένες, η ζηλοτυπία και η εκδίκηση ενεργούν απροκάλυπτα ή στα κρυφά, σύμφωνα με τον πολιτισμό του καθένα, και κρατούν σε συνεχή αναβρασμό το αίμα του Έλληνα· είναι δε ανεπίδεκτοι οποιoυδήποτε περιορισμού. Ο επιτυγχάνων το ποθούμενο ικανοποιείται, ο δεαποτυγχάνων, δυσαρεστημένος, επιτίθεται κατά του ευτυχούς αντιπάλου, πλήττοντάς τον επιτυχώς στα καίρια σημεία,δια πικράς ειρωνείας και χλεύης. Αλλά και στα χωριά, η ζηλοτυπία υπάρχει σε όχι μικρότερο βαθμό. Η Αττική και η Πελοπόννησος αμυδρώς μας φέρνουν στη μνήμη τις διχόνοιες των αρχαίων. Η Στερεά Ελλάδα και τα Ιόνια νησιά βρίσκονται σε κόντρα μεταξύ τους· ανάμεσα σε κώμες, πόλεις, επαρχίες και κοινωνικές τάξεις γεννιούνται ζηλοφθονίες και μικροέριδες, οι οποίες δεν επιδέχονται συνδιαλλαγή, αν και σπανίως καταλήγουν σε φανερή εμπόλεμη κατάσταση. Η αρχή «εκ των πλειόνων ένα» (Pluribus Unum) ακόμα δεν έγινε αρκούντως αντιληπτή από τους νεότερους, ώστε να υποβάλλονται σε μικρές θυσίες για χάρη του κοινού καλού· άλλωστε, η παραμέληση αυτής ακριβώς της αρχής επέφερε την καταστροφή των κρατών της αρχαίας Ελλάδας.
Γυναικεία φορεσιά της Αλεξάνδρειας-Μακεδονίας (1973). Η πανέμορφη και αρχοντική αυτή στολή, θεωρείται από τις αρχαιότερες Ελληνικές ενδυμασίες και έχει καθιερωθεί να ονομάζεται ως «η στολή του Γιδά» (Αλεξάνδρεια Ημαθείας) και να εκπροσωπεί τον γεωγραφικό χώρο της Μακεδονίας.
[Ο έρωτας για την πατρίδα και την ελευθερία]
Ο Έλληνας είναι φύσει περίεργος. Τίποτα, όσο ασήμαντο και αν είναι, δεν διαφεύγει από το ακούραστο μάτι και την αεικίνητη γλώσσα του. Όπως στα χρόνια των αρχαίων, έτσι και σήμερα ρωτάει: «τι νέα;»· αλλά πρόκειται για εντύπωση επιπόλαιη. Φλύαρος (λάλος) και ιδιότροπος από τη φύση του ασχολείται και με το ελάχιστο, αλλά μόνο για λίγες στιγμές. Απολαμβάνει την ύπαρξή του και αγαπά τόσο πολύ τη ζωή, ώστε δε λογαριάζει καμμιά θυσία για να τη διατηρήσει· κι όμως: κανείς άλλος δεν βλέπει τον θάνατο με τόσο μεγάλη στωική απάθεια, κανείς δεν ποθεί διακαώς τόσα μαρτύρια, αρκεί να είναι παρόντες φίλοι έτοιμοι να επικροτήσουν την πράξη του ή να υπάρχει έστω και η αμυδρότατη ελπίδα, ότι θ’ αφήσει αείμνηστη δόξα στις επόμενες γενιές. Κατά την Επανάσταση [του 1821], περισσότερο η προμελέτη παρά η φυσική ορμή υπήρξε η μητέρα πολλών ηρωικών πράξεων, οι οποίες χάρισαν αιώνια δόξα στον Κανάρη, τον Μιαούλη, τον Μπότσαρη, τον Κολοκοτρώνη και τόσους άλλους. Βεβαίως, η φιλοδοξία είναι απαραίτητη και αναγκαία για τα πολεμικά κατορθώματα, πλην όμως, ο έρωτας προς την πατρίδα είναι υψηλότερο και αγνότερο συναίσθημα· ο έρως αυτός, μαζί με τη φρίκη του αίσχους που τις περίμενε, αν συλλαμβάνονταν αιχμάλωτες, ώθησε στα 1823 τις Σουλιώτισσες να πέσουν στον γκρεμό, πηδώντας από τους προμαχώνες· ομοίως, κατά τον τελευταίο αγώνα της Κρήτης, οι πολιορκούμενες Κρητικοπούλες έβαλαν φωτιά στην πυριτιδαποθήκη, προτιμώντας τον θάνατο παρά την ατίμωση.
Γυναικεία φορεσιά Σαλαμίνας (1973). Η Σαλαμίνα ακολούθησε την εξέλιξη της μεγαρίτικης φορεσιάς. Η παλιά τους φορεσιά ήταν με κεντημένα πουκάμισα και με μάλλινα σεγκούνια, όπως σε Αθήνα και Τανάγρα. Κρατήθηκε μόνον ο παλιός στολισμός του κεφαλιού.
[Ο ηρωισμός και η ανδρεία]
Έτσι, ο ηρωισμός, στην άριστη και ύψιστη σημασία του -απαράμιλλος και ίσος με τον ηρωισμό των αρχαίων- είναι άλλο ένα χαρακτηριστικό της νεότερης ιστορίας των Ελλήνων· όποιος το αμφισβητεί αυτό, αμφισβητεί τα κίνητρα (ελατήρια) όλων εκείνων που άφησαν ένδοξα και περιφανή ονόματα, αφού έπεσαν ως μάρτυρες υπέρ της πατρίδας. Μια φορά, κάποιος Έλληνας αξιωματικός μού περιέγραψε λεπτομερώς ένα ευφυέστατο αλλά πολύ παρακινδυνευμένο σχέδιο, το οποίο είχε προτείνει στους στρατιωτικούς αρχηγούς, αναλαμβάνοντας ο ίδιος την εκτέλεσή του, με προσωπικό κίνδυνο. Οι πιθανότητες της επιτυχίας ήταν πολλές και σε περίπτωση που πετύχαινε, το αποτέλεσμα θα ήταν καταστρεπτικότατο για τον εχθρό. Ωστόσο, η πρότασή του απορρίφθηκε, κυρίως γιατί εξέθετε τη ζωή του σε μέγα κίνδυνο, αφού πραγματικά μόνον από θαύμα ήταν δυνατό να σωθεί· κι όμως, ο ίδιος αγανακτούσε πάρα πολύ (σφόδρα), διότι για χάρη της ζωής ενός ανθρώπου, δηλαδή της δικής του, εγκαταλείφθηκε μια επιχείρηση που μπορούσε να φανεί τόσο ωφέλιμη για το κράτος. «Εάν εγώ είμαι πρόθυμος να δεχτώ τον κίνδυνο», έλεγε, «αυτό αφορά εμένα, εγώ σας απαλλάσσω πάσης ευθύνης. Αρνούμενοι όμως, αναλαμβάνετε την ευθύνη για την απώλεια, αφού τέτοια ευκαιρία ίσως χάνεται ανεπιστρεπτί.» Ο αληθώς ανδρείος αυτός άνθρωπος μένει απαρηγόρητος ακόμα, επειδή δεν του επετράπη να εκθέσει τον εαυτό του σε σοβαρό κίνδυνο, ανατινάζοντας κάμποσες εκατοντάδες εχθρούς στον αέρα.
Γυναικεία φορεσιά Νισύρου (1972). Η Nισύρικη στολή έρχεται απευθείας από τα χρόνια του Βυζαντίου και θυμίζει ένδυμα της Θεοδώρας. Το κόκκινο υπάρχει επειδή στην αρχαιότητα η Νίσυρος ονομαζόταν «Πορφυρίς», όνομα παρμένο από τα κοχύλια, τις πορφύρες.
[Τα πάθη]
Εμπαθής είναι ο Έλληνας· τα πάθη του ανάβουν (εξάπτονται) όπως τα ξερά χόρτα κοντά στις φλόγες, αλλά και γρήγορα κατευνάζονται, εφόσον η αιτία της έξαψης τους δεν είναι σπουδαία. Έτσι, βλέπουμε κάποιον αστειευόμενο με κάποιον άλλο, τον οποίο αυτός ο ίδιος έβριζε βάναυσα πριν από λίγες στιγμές. Όμως, σε πολλές περιοχές της χώρας, η μάχαιρα είναι ταχύτερη από την γλώσσα· εξαιτίας αυτού, υπάρχει μεγάλος αριθμός φυγόδικων και απ’ αυτούς αρκετοί καταφεύγουν εις τα όρη, όπου ενώνονται με τους ληστές, ως επί το πλείστον, προκειμένου να ξεφύγουν από την αστυνομία. Η κατάσταση αυτή διατηρεί σε συνεχή κίνηση αποσπάσματα στρατιωτών για την καταδίωξη φυγόδικων κακούργων και δολοφόνων. Ωστόσο, αν η οργή περνάει γρήγορα, όταν πρόκειται για αιτίες ασήμαντες, σε περίπτωση μεγάλης προσβολής, λόγου χάρη για το ζήτημα της ατομικής τιμής ή της οικογένειας, το πάθος παραμονεύει (εγκαρτερεί), όπως η πυρά καλυμμένη κάτω από την τέφρα. Μάλιστα, οιτραχύτεροι χαρακτήρες παρασύρονται και σε ακραία (έσχατα) μέτρα· έτσι, όποιος ταξιδεύει στο εσωτερικό της Ελλάδας, βλέπει ενίοτε άνδρες με μακριά μούσια και μαλλιά – κι αυτό αποτελεί ένδειξη ότι καιροφυλαχτούν για τη συνάντηση με τον εχθρό· δεν τα κουρεύουν, πριν ξεπλύνουν την προσβολή με προσβολή όμοιας φύσεως ή μέχρι να εξαγνίσουν το αίμα δια αίματος, τρέφοντας όπως ο Αχιλλέας τον θυμό (χόλον) στα στήθη τους:
[…καὶ χόλος, ὅς τ᾽ ἐφέηκε πολύφρονά περ χαλεπῆναι,]
ὅς τε πολὺ γλυκίων μέλιτος καταλειβομένοιο
ἀνδρῶν ἐν στήθεσσιν ἀέξεται ἠΰτε καπνός·
Απόδοση*:
[…κι η μάνητα, συχνά που εκόρωσε και γνωστικούς ακόμα,]
και πιο γλυκιά απ᾿ το μέλι μέσα μας το σταλαχτό ανεβαίνει,
σαν τον καπνό γοργά φουντώνοντας στα στήθη των ανθρώπων!*
Αντρική Λευκαδίτικη φορεσιά (1973). Αποτελείτο από άσπρο κεντητό πουκάμισο και γιλέκο συνήθως σε γαλάζιο βελούδο μπροστά και σε βυσσινί, κόκκινο ή παγωνί μετάξι πίσω. Η τσόχινη ή διμιτένια βράκα, οι κεντητές κάλτσες, το ζωνάρι και το φέσι με τη μαύρη φούντα συμπλήρωναν την ενδυμασία.
[Η οξυδέρκεια]
Ο Έλληνας ολοφάνερα είναι οξυδερκής (αγχίνους) και μάλιστα επαίρεται γι’ αυτό· αισθάνεται βαθύτατον πόνο (άλγος), αν κατορθώσει κάποιος να τον εξαπατήσει σε κάποια συναλλαγή και μάλιστα αν τύχει να είναι συμπατριώτης του· από εκεί βγήκε η λόγια φράση: «όταν Έλλην απατά Έλληνα, γίνεται του Κουτρούλη ο γάμος.» Είναι πραγματικά διασκεδαστικότατο να παρίσταται κάποιος και να παρακολουθεί κρυφά την διαπραγμάτευση μιας οποιασδήποτε αγοραπωλησίας, έστω κι αν πρόκειται για λίγη κλωστή ή κρεμμύδια. Πολλάκις επέρχεται μεγάλη σύγχυση και ταραχή εξαιτίας της σφοδρής, ταυτόχρονης αγόρευσης και των δύο μερών: επιτέλους, το ζήτημα λήγει με την αμοιβαία (εκατέρωθεν) ελάττωση όσων προτάθηκαν αρχικά. Το κοριτσάκι στους σιδηροδρομικούς σταθμούς της Αγγλίας, που πουλάει μικρά δοχεία με κούμαρα, γεμάτα συνήθως κατά το ήμισυ με άχρηστα χαρτιά και ακριβώς τη στιγμή που αναχωρεί η αμαξοστοιχία, σπανίως θα εξαπατήσει Έλληνα· αυτός, πριν πληρώσει το μισό σελίνι, αδειάζει το περιεχόμενο στην παλάμη του και απαιτεί τη συμπλήρωση, αν το βρει ελλιπές.
Γυναικεία φορεσιά Ηπείρου (1974). Αντικατοπτρίζει τα αυστηρά ήθη και τις παραδόσεις της κλειστής κοινωνίας των Ηπειρωτών.
Αποτελείται από το σιγκούνι, το πουκάμισο, τη φούστα, τη ποδιά και το μαντήλι.
[Οι λαθροχειρίες]
Σχετικά με τις λαθροχειρίες, εσφαλμένη μού φαίνεται η γνώμη, ότι στην Ελλάδα πλεονάζουν κι αυτές, περισσότερο από αλλού. Η σχεδόν γενική κατηγορία (μομφή), ότι οι Έλληνες είναι άθροισμα κλεπτών και απατεώνων, αληθεύει για τους κατοίκους του βασιλείου της Ελλάδας, όσο αλήθευε κάποτε η φήμη, ότι ο λαός της πολιτείας του Κονέκτικατ αποδέχτηκε τα χοιρομέρια και τα μοσχοκάρυδα ως μέσο ανταλλαγής σε όλες τις δοσοληψίες. Ως λαός οι Έλληνες είναι τίμιοι, δεν είναι δηλαδή άτιμοι λωποδύτες, όπως τόσο συχνά χαίρονται (ενασμενίζονται) να τους αποκαλούν όσοι τους αγνοούν παντελώς, μεταχειριζόμενοι απλώς μια κοινή και συνηθισμένη (τετριμμένη) φρασεολογία· η κακή αυτή πρόληψη εναντίον τους οφείλεται κατά μεγάλο μέρος στον ποταπό χαρακτήρα τουμιγάδος πληθυσμού των λιμένων της Ανατολής. Εδώ, αυτοί που δεν διακρίνονται με την πρώτη ματιά ως Τούρκοι ή Άραβες, ονομάζονται κοινώς Έλληνες. Ο περιηγητής λοιπόν που εξαπατήθηκε από Ιουδαίο στην αγορά της Αλεξάνδρειας ή της Σμύρνης, ή από κάποιον αμαξηλάτη της Μελίτης, διερμηνέα ή λεμβούχο, αμέσως θεωρεί τον εαυτό του θύμα της ελληνικής φαυλότητας. Ωστόσο, οι ανατολίτες αυτοί είναι λωποδύτες αλλά δεν είναι ακριβώς Έλληνες, όπως δεν είναι αληθινός Αμερικάνος ο μιγάς Μεξικανός. Είναι άδικο ν’ αποδώσει ο επισκέπτης των δυτικών μας συνόρων την κτηνώδη κατάσταση των κακούργων στην παράλυση των αμερικάνικων ηθών· άδικο είναι, λοιπόν, και το να ρίξουμε (επιρρίψουμε) στο ελληνικό έθνος όλες τις κακοήθεις πράξεις που συμβαίνουν σε όλα τα λιμάνια της Ανατολής· βεβαίως, στην πανσπερμία αυτή των λαών συμπεριλαμβάνονται και πολλοί Έλληνες της Αλεξάνδρειας και των εμπορικών πόλεων της Συρίας, της Μικράς Ασίας και της Τουρκίας εν γένει. Στις πόλεις της ελεύθερης Ελλάδας,οι τάξεις των εμπόρων και των εργατών είναι τίμιες εξίσου και αξιοσέβαστες, όπως οι αντίστοιχες τάξεις των άλλων πόλεων της Ευρώπης· ο πελάτης δεν πληρώνει περισσότερο για κάποιο εμπόρευμα στα καταστήματα των Αθηνών, επειδή έρχεται ως ξένος· ενώ στο Παρίσι, όπως γνωρίζουμε καλά, υπάρχει διαφορά πολύ μεγάλη στην τιμή που πληρώνει ο Άγγλος ή ο Αμερικάνος, συγκριτικά με τον κάτοικο του Παρισιού. Ούτε θα εκβιαστεί ο ξένος από Έλληνα βαρκάρη (λεμβούχον) ή αμαξά (αμαξηλάτη), ώστε να χρεωθεί αντιμισθία υπέρογκη, όπως συμβαίνει στο Πικαδίλλυ ή στον Τάμεση. [σ.σ. Το Πικαντίλι στο Λονδίνο, ακόμα και σήμερα, αποτελεί κέντρο ψυχαγωγίας των πιο εξεχουσών προσωπικοτήτων της λονδρέζικης κοινωνίας και οι ιστορικοί του δρόμοι στεγάζουν «κλειστές» λέσχες, πολυτελή καταστήματα και γκαλερί.] Εάν η εικόνα του βασιλέως Γεωργίου, ανάγλυφη σε αργυρό νόμισμα, επιδρά μερικές φορές αποτελεσματικά επί των κατώτερων υπαλλήλων του Τελωνείου Πειραιώς, η εικόνα της Βικτωρίας, σε σχετικά μικρότερης αξίας κέρμα, παράγει το ίδιο αποτέλεσμα στο Λίβερπουλ ή στο Λονδίνο. Αλήθεια, μικρή διαφορά βρίσκεται ως προς αυτά, οπουδήποτε κι αν βρεθεί ο ταξιδιώτης. Όπως νομίζω, μόνο μια «διεθνής εταιρία προς παρακώλυσιν της περισυλλήσεως των ταξιδιωτών», όπως «η διεθνής εταιρία προς παρακώλυσιν της κακοποιήσεως των ζώων», μπορεί να είναι αποτελεσματική· το κακό είναι μεγάλο και διαδεδομένο ευρέως.
Γυναικεία φορεσιά του Σουλίου (1973). Συχνά εμφανίζεται με το όνομα καφτάνια, λόγω του καφτανιού, που είναι βασικό στοιχείο της φορεσιάς. Τα κύρια μέρη της φορεσιάς είναι: η φανέλλα, το πουκάμισο, το μισοφόρι, το μισοφούστανο, η φουστάνα, το καφτάνι, το ζουνάρι, η ζούνα, η ποδιά, τα τσουράπια και τα καντούρια.
[Οι Έλληνες υπηρέτες]
Ο χαρακτήρας των υπηρετών μοιάζει αρκετά με τον χαρακτήρα της κοινωνίας που υπηρετούν· θεωρώ τους Έλληνες υπηρέτες έντιμους, όπως τους Ιρλανδούς· πράγματι, με όλα τα ελαττώματά τους, δεν είναι κλέφτες. Όφειλα ίσως να εξαιρέσω τους μάγειρες, επειδή ουδέποτε άκουσα για κάποιον που πήγε να προμηθευτεί ψώνια (ώνια) στην αγορά, χωρίς να παρουσιάσει στο αφεντικό του λογαριασμό που υπερέβαινε κατά πολύ τα δαπανηθέντα ποσά. Κάποτε, πρότεινα στον μάγειρά μου να τον απαλλάξω από το επίπονο αυτό καθήκον, αναθέτοντας την υπηρεσία σε κάποιον άλλον· όμως, αφού με απείλησε ότι θ’ αποχωρήσει, υπέκυψα. Ένας Γάλλος μαρκήσιος προσκάλεσε κάποτε τον υπάλληλό του και τον ρώτησε απροκάλυπτα, πόσα φράγκα του έκλεβε κάθε χρόνο, 5.000; 10.000; Ο αρχιμάγειρας φάνηκε ν’ αγανακτεί για την υπόνοια και το μέγεθος του ποσού. Πολύ καλά, είπε ο κύριος του σπιτιού, προσθέτω 5.000 φράγκα στη μισθοδοσία σου, αν ορκιστείς, ότι ουδέποτε θα γράψεις στον λογαριασμό σου πλειότερα των όσων θα πληρώσεις. Η πρόταση έγινε αποδεκτή, αλλά, μετά από μερικές μέρες, ο υπηρέτης παρουσιάστηκε στον εργοδότη του λέγοντας: κ. Μαρκήσιε, νομίζω είναι προτιμότερο να επανέλθουμε στους προηγούμενους όρους.
Λευκαδίτικη αντρική ενδυμασία
Μια Ρωσίδα κυρία στην Αθήνα, η οποία, εκτός από τα αμέτρητα θέλγητρά, ήταν διάσημη και για την μεγαλοπρεπή ποικιλία των πολύτιμων κοσμημάτων της, με διαβεβαίωσε ότι οι θησαυροί αυτοί, εκτιμώμενοι σε πολλές εκατοντάδες χιλιάδες ρούβλια, φυλάσσονταν σ’ ένα συρτάρι, δίπλα στον κοιτώνα του δωματίου της και η υπηρέτρια κρατούσε το κλειδί. Όταν παρατήρησα ότι τα συρτάρια δεν είναι πάντοτε απόρθητα ούτε οι υπηρέτες άσπιλοι, με ειλικρινή αφέλεια μου απάντησε: «Και πού είναι ο κίνδυνος; Έχω μόνον Έλληνες υπηρέτες στο σπίτι μου και οι Έλληνες ουδέποτε κλέβουν.» Από γενική άποψη, η κυρία είχε δίκιο· οι Έλληνες υπηρέτες δεν κλέβουν. Είναι καταφανές βεβαίως, ότι κάποιοι απ’ αυτούς δεν έχουν παντελώς καθαρά τα χέρια τους, αφού κατά καιρούς εξαφανίζονται μερικά μαντίλια (χειρόμακτρα) ή κάποιο κομμάτι καλό βαμβακερό ύφασμα (τρίχαπτον) της οικοδέσποινας· ωστόσο, θα είμαστε άδικοι, αν αποδώσουμε γενικώς στους Έλληνες υπηρέτες αυτό το ελάττωμα, που αναντιρρήτως συναντάται πολύ συχνά (επιπολάζει) σε υπηρέτες άλλης εθνικότητας. Μια κυρία Αμερικανίδα γράφει από κάποια πόλη της Σαξωνίας και αναφέρει τα εξής: «Εδώ, κλέβουν οι υπηρέτες όλοι, αναγκάζομαι να κλειδώνω τα πάντα.» Από την Ελβετία, μια κυρία μού είπε ότι δεν είχε καθόλου εμπιστοσύνη στους Ελβετούς υπηρέτες: «Θα σας κλέψουν, αν βρουν ευκαιρία.» Ένας Αμερικάνος που διαμένει στην Ιταλία, λέει: «Έχω τίμιο υπηρέτη, αλλά δεν ξέρω πώς θα τον αντικαταστήσω, αν τυχόν αποχωρήσει.» Χάριν περιεργείας, ένας φίλος έριξε κάποτε ένα μικρό ασημένιο νόμισμα, κάτω από ένα έπιπλο, σε μια σκοτεινή γωνία του σπιτιού· την επόμενη μέρα, μετά το σκούπισμα (σάρωσιν), βρήκε το νόμισμα πάνω στο γραφείο του. Αν έβρισκε το νόμισμα ένας Ιρλανδός υπηρέτης ή κάποια υπηρέτρια, επίσης θα το παρέδιδε πρόθυμα, όπως και ο Έλληνας, αλλά θα έπραττε με τρόπο επιδεικτικότερο· λόγου χάρη, θα έλεγε στο αφεντικό του: «Μήπως η εντιμότης σας έχασε κανένα σελίνι;», βεβαίως θα «είναι αυτό που βρήκα εγώ», και θα έπαιρνε το κέρμα ως αμοιβή της τιμιότητάς του.
Στερεά Ελλάδα, ανδρική φορεσιά, ελληνικό γραμματόσημο
Κακουργήματα διάφορα, διαρρήξεις, ληστείες ή έστω και κλοπές πορτοφολιών (βαλαντιοτομίες) είναι σπανιότατα στις λεωφόρους της Αθήνας. Κατά τον εορτασμό της πεντηκονταετηρίδας από την ελληνική παλιγγενεσία, οι δρόμοι ήταν γεμάτοι (μεστοί) με πυκνό πλήθος περίπου 50.000 ανθρώπων που θαύμαζαν τη στρατιωτική πομπή· όλα τα σπίτια ήταν έρημα, εκτός από αυτά δίπλα στους κεντρικούς δρόμους, επειδή ούτε ο τελευταίος υπηρέτης ή υπηρέτρια δεν δέχονται να παραμείνουν στο σπίτι σε τέτοιες περιστάσεις· ωστόσο, ουδεμία ταραχή συνέβη, ουδεμία οικία ή κατάστημα παραβιάστηκε, ουδεμία κλοπή πορτοφολιού διεπράχθη. Πριν δύο χρόνια, με τρόπο ευφυέστατο, ληστεύτηκε το Κεντρικό Ταμείο στην Αθήνα· οι κλέφτες έστησαν την επιχείρηση σε απόσταση ενός μιλίου από το κτίριο· από εκεί, με αμέτρητους κόπους και υπομονή μεγάλη, κατασκεύασαν υπόγεια σήραγγα μέχρι την Τράπεζα, κάτω ακριβώς από το σανιδένιο πάτωμα της αίθουσας, όπου σκόπευαν να εισέλθουν. Ένας από τους συναυτουργούς πήγαινε καθημερινά στο ταμείο, δήθεν για υποθέσεις, και χτυπούσε μ’ ένα μπαστούνι το έδαφος, για να δείξει την ακριβή θέση σε αυτούς που εργάζονταν από κάτω. Οι κλέφτες μπήκαν νύχτα, χωρίς να υποπτευτούν κάτι ο εξωτερικός ένοπλος σκοπός και ο εσωτερικός φύλακας. Χάρη στις ενέργειες της αστυνομίας, οι κλέφτες συνελήφθησαν σύντομα και τα πλείστα των χρημάτων βρέθηκαν· ωστόσο, οι εξ επαγγέλματος κακολόγοιαναγκάστηκαν ν’ αποσύρουν τις ύβρεις τους, τις οποίες πρόωρα έσπευσαν να επιρρίψουν κατά της ελληνικής πανουργίας και της περί το κλέπτειν επιτηδειότητας, αφού κατόπιν αποκαλύφθηκε, ότι ο ευφυής πρωτεργάτης της επιτήδειας ληστείας ήταν στο γένος Ιταλός. [σ.σ. σύμφωνα με υποσημείωση του μεταφραστή, οι κλέφτες δεν κατασκεύασαν υπόγεια σήραγγα ενός μιλίου, αφού υπήρχε ήδη ο γνωστός υπόνομος στην οδό Σταδίου· τρύπησαν απλώς το διάστημα που μεσολαβούσε μέχρι το δωμάτιο του κεντρικού ταμείου, περίπου 15 πήχεις (10-15 μέτρα)· αλλιώς, το πράγμα ήταν όχι μόνο τεράστιο κατόρθωμα, αλλά και αδύνατο εντελώς.]
Κακουργήματα συμβαίνουν εν Αθήναις, όπως και σε όλες τις πρωτεύουσες, αλλά δεν υπάρχει στην πόλη αναγνωρισμένη τάξη κακούργων· αυτοί περιορίζονται στα βουνά και καταγίνονται με ληστείες. Από ηθική άποψη, οι κάτοικοι των πόλεων της Ελλάδας είναι ανώτεροι από τους κατοίκους άλλων ευρωπαϊκών πόλεων και πρωτευουσών, με ανάλογο πληθυσμό. Η Αθήνα δεν παρουσιάζει τις ποινικές στατιστικές του Λονδίνου· εκεί, σύμφωνα με μια έγκυρη έκθεση που δημοσιεύτηκε πρόσφατα, «σε κάθε 150 ανθρώπους, ένας είναι παραχαράκτης, κλέφτης, πορτοφολάς (βαλαντιοτόμος), λωποδύτης, κλεπταποδόχος, διαπράττων παν είδος κακίας, όρνιο αρπακτικό με μορφή ανθρώπινη,κυλιόμενο εις τον βόρβορον της φαυλότητας και της πανουργίας, εκεί που τον έριξε πρώτα η έμφυτη κακία ή τα δυστυχήματα, πονηρός και δόλιος λυκάνθρωπος, που καραδοκεί αιωνίως να καταβροχθίσει ό,τι μπορέσει.» Κατά την ίδια έκθεση, η αστυνομία γνωρίζει αυτούς τους ανθρώπους. Στην Αθήνα δεν υπάρχει το γνωστό «φιλοτάραχο στοιχείο», όπως συμβαίνει στις περισσότερες δικές μας πόλεις· ο λαός είναι τακτικός, ειρηνικός και καλών διαθέσεων· εδώ τα πλήθη συναθροίζονται πολύ πιο εύκολα, σε σύγκριση με πολλές άλλες χώρες, και διαλύονται πιο ήσυχα.Είδα ο ίδιος είκοσι χιλιάδες ανθρώπους συγκεντρωμένους σε κάποιο δημόσιο θέαμα των Αθηνών, οι οποίοι γύρισαν στις δουλειές τους ήσυχα και με τάξη, σαν να έβγαιναν από εκκλησία μετά το τέλος της θείας λειτουργίας. Η εν Αθήναις επανάσταση, αυτή που ανάγκασε τον πρώην βασιλιά Όθωνα να παραχωρήσει το Σύνταγμα, ήταν επίσης αξιοθαύμαστη για τα αποτελέσματά της, όπως και για τον θαυμάσιο τρόπο με τον οποίο επιτεύχθηκαν. Η πόλη ολόκληρη βρισκόταν στους δρόμους και όλη τη μέρα η πλατεία των ανακτόρων ήταν γεμάτη με λαό ερεθισμένο και αποφασισμένο· ο στρατός ήταν εξεγερμένος (αντάρτης). Οποιαδήποτε αστυνομική επιχείρηση είχε σταματήσει, ενώ άνθρωποι των κατώτατων τάξεων περιφέρονταν ένοπλοι στους δρόμους και η περίσταση ήταν καταλληλότατη για κάθε είδους ακολασίες και παρανομίες· κι όμως, ένα πυροβόλο όπλο δεν εκπυρσοκρότησε, μια πέτρα δε ρίχτηκε, ούτε καν ένα λουλούδι εκλάπη από τους δημόσιους κήπους. Ο λαός ανέμενε υπομονετικά, μέχρι που ο Μονάρχης καταπείστηκε και υπέγραψε τον συνταγματικό χάρτη· στη συνέχεια, ο καθένας γύρισε στα δικά του.
Οι Έλληνες είναι φιλόξενοι. Πολλοί που περιηγήθηκαν στο εσωτερικό της Ελλάδας, αν και μερικοί λησμόνησαν και τη στέγη που τους περιέθαλψε και το τραπέζι που κάθισαν, δύνανται να επιβεβαιώσουν αυτό τα χαρακτηριστικό, τα οποία, βεβαίως, μιμήθηκαν οι νεότεροι Έλληνες θαυμάσια, αν δεν τα κληρονόμησαν από τους αρχαίους. Σε ελάχιστα μέρη της χώρας ο ξένος δε θα βρει φιλόξενη υποδοχή· καμιά καλύβα δεν είναι τόσο στενή, ώστε να μη χωρέσει τον περιπλανώμενο, οποιοσδήποτε κι αν είναι: περιηγητής, αποκαμωμένος χωρικός ή και πειναλέος φυγόδικος.
Οι οικογενειακές υποχρεώσεις και οι συγγενικοί δεσμοί θεωρούνται περισσότερο ιεροί στην Ελλάδα, παρά σε οποιαδήποτε άλλη χώρα. Τα παιδιά είναι το πολυτιμότερο πράγμα (τιμαλφέστερον κειμήλιον) των γονέων και ο πατέρας ευχαρίστως υποβάλλει τον εαυτό του σε μεγάλες προσωπικές θυσίες, προκειμένου να μπορέσουν ένα η περισσότερα τέκνα του να διαπρέψουν στην κοινωνία. Ο γιος που ατιμάζει την οικογένεια συχνά γίνεται πραγματικός αίτιος για το θάνατο του πατρός του από λύπη. Αδελφοί και αδελφές βοηθιούνται αμοιβαία, σέβονται δε και τιμούν αμφότεροι τους γονείς τους. Κατά κανόνα, οι άνδρες ουδέποτε σκέπτονται περί γάμου, πριν αποκαταστήσουν τις αδερφές τους· η δε κοπέλα δεν φλερτάρει (ενασμενίζει), ούτε περνά τον καιρό της με προκαταρκτικές ερωτικές ασχολίες, όπως συμβαίνει σε μας· συγκρατεί τους παλμούς της καρδιάς της για το μέλλον, αν το μέλλον αυτό έρθει κάποτε, έως ότου να της συστήσουν οι γονείς ή τ’ αδέλφια της το κατάλληλο πρόσωπο· ενδεχομένως τότε να το περιβάλλει με τη συμπάθειά της ή απλώς θα του δώσει το χέρι. Δεν λέω ότι μια νεαρή κοπέλα αναγκάζεται να νυμφευτεί άνδρα, χωρίς να αισθάνεται κανένα ενδιαφέρον γι’ αυτόν ή τον απεχθάνεται. Όμως, είναι τόσο γενικό αυτό το έθιμο, να βρίσκουν γαμπρό, ώστε η κόρη είναι απαλλαγμένη (ελεύθερη) από τέτοιες δικές της σκέψεις, μέχρι την ημέρα του γάμου της. Αν τυχόν υπάρχει κάποιο [προηγούμενο] αίσθημα, το καταπνίγει μετά τον γάμο· άπαξ και γίνει σύζυγος συνηθίζει ν’ ασπάζεται τον άνδρα της ως μοναδικό εραστή· ως κυρία του σπιτιού και μητέρα τέκνων, βρίσκει χωρίς κόπο την ευτυχία που ποθεί. Συζυγική πίστη, μητρική στοργή, οικογενειακή ενότητα, αυτές οι ευθύνες και η ευχάριστη εκπλήρωσή των καθηκόντων του έγγαμου βίου είναι πράγματα πάρα πολύ φανερά μεταξύ των Ελλήνων, παρά σε οποιονδήποτε άλλο λαό. Κατά φυσικό λόγο οι λαϊκοί άνθρωποι είναι κατεξοχήν σώφρωνες. Τα προηγούμενα θα διαφωτίσουν πιστεύουμε πολλούς, οι οποίοι συνήθισαν να έχουν εσφαλμένη γνώμη περί των Ελλήνων· είμαι δε βέβαιος, πως στον κόσμο ουδεμία πόλη, αριθμούσα σαράντα ή πενήντα χιλιάδες κατοίκους, μπορεί να καυχηθεί ότι έχει λιγότερα ελατήρια σωματικών ηδονών από την Αθήνα.
Ορθώς, λοιπόν, μπορεί να συμπεράνει κανείς, ελλείψει αποδείξεων περί του εναντίου, ότι το ήθος συμβαδίζει με την κόσμια εξωτερική συμπεριφορά. Σχετικά με τους αγρότες, ουδείς αμφισβητεί την ηθικότητά τους. Οι Έλληνες είναι λαός εγκρατής· αυτό δεν διαφεύγει και από τον πιο επιπόλαιο παρατηρητή. Εντούτοις, αμφιβάλλω, αν αυτό πρέπει να θεωρηθεί ως εθνική αρετή, διότι οφείλεται η εγκράτεια στην μη χρήση ισχυρών μεθυστικών ποτών, όπως συμβαίνει και σε πολλές άλλες περιοχές με θερμό κλίμα. Εδώ πίνουν οίνον άφθονο, πλην το ντόπιο κρασί παρασκευάζεται εξ αγνού ζωμού σταφυλής, ζυμώνεται με φυσικό τρόπο σε πιθάρια και πωλείται σε πολύ προσιτές τιμές (ευωνότατον). Ρούμι και άλλα οινοπνευματώδη ποτά καταναλώνονται ιδίως από τους ξένους, και περισσότεροι μάλιστα από τους ναύτες. Τα μεθυστικά ποτά είναι επιβλαβέστατα στους κατοίκους των θερμών κλιμάτων· λόγω αυτού κι επιπλέον εξαιτίας της υψηλής τιμής, η κατανάλωση τους είναι περιορισμένη. Οελαφρός εντόπιος οίνος απεναντίας είναι αβλαβής, αν δεν είναι πράγματι υγιεινός, όταν γίνεται μέτρια χρήση του. Κατά τις εορτάσιμες ημέρες βλέπουμε πολλές άμαξες γεμάτες Έλληνες που τραγουδούν (άδοντες), διατελούντες εν ευθυμία, λιγότερο ή περισσότερο. Πλην, σπανιότατα συναντά κάποιος Έλληνα σε κατάσταση παντελούς μέθης· τουναντίον, δεν είναι ασυνήθιστο να δει ναύτες ξένων πλοίων κυλιόμενους ανά τις οδούς εν εσχάτη μέθη. Αλλά και η οινοποσία οδηγεί σε αντεγκλήσεις και έριδες, καθότι το πνεύμα του Έλληνα τυγχάνει πολύ ευερέθιστο. Οι στατιστικές του ληξιαρχείου των Αθηνών για τους θανάτους από υπερβολική κατανάλωση αλκοολούχων ποτών, αν και δεν είναι πολύ αξιόπιστες, δίνουν αξιοσημείωτα στοιχεία: σε πληθυσμό 50.000 κατοίκων αναγράφονται μόνο 26 θάνατοι ντόπιων (εγχωρίων) από το πολύ ποτό, για διάστημα δέκα ετών· ενώ από τους ξένους, που αποτελούν μόλις το 1% συνολικού του πληθυσμού, αναφέρονται 16 αποθανόντες εκ πολυποσίας. Άγγλοι και Αμερικανοί κατέχουν την πρώτη θέση στη διεθνή κατάταξη (έκθεση) των μέθυσων· Έλληνες και Μουσουλμάνοι, προπαντός οι δεύτεροι, είναι ίσως οι εγκρατέστεροι των λαών της Ευρώπης· η θρησκεία υπαγορεύει στον Τούρκο την αποχή από τα οινοπνευματώδη, ενώ στον Έλληνα η εγκράτεια προκύπτει από τις περιστάσεις.
Κωνσταντίνος Κανάρης, ελληνικό γραμματόσημο
Οι Έλληνες είναι φιλόξενοι. Πολλοί που περιηγήθηκαν στο εσωτερικό της Ελλάδας, αν και μερικοί λησμόνησαν και τη στέγη που τους περιέθαλψε και το τραπέζι που κάθισαν, δύνανται να επιβεβαιώσουν αυτό τα χαρακτηριστικό, τα οποία, βεβαίως, μιμήθηκαν οι νεότεροι Έλληνες θαυμάσια, αν δεν το κληρονόμησαν από τους αρχαίους. Σε ελάχιστα μέρη της χώρας ο ξένος δε θα βρει φιλόξενη υποδοχή· καμιά καλύβα δεν είναι τόσο στενή, ώστε να μη χωρέσει τον περιπλανώμενο, οποιοσδήποτε κι αν είναι: περιηγητής, αποκαμωμένος χωρικός ή και πειναλέος φυγόδικος. Με τη φιλοξενία συμβαδίζει και η ευσπλαχνία· ανά τις οδούς των Αθηνών ο επαίτης, στον οποίο ουδεμία προσοχή δίνει ο περαστικός ξένος, σχεδόν πάντοτε λαμβάνει κάποιο νόμισμα από τον Έλληνα· εδώ, όπως και απανταχού, οι φτωχοί ελεούν τους φτωχούς. Περί της πολιτικής και θρησκευτικής κατάστασης των Ελλήνων έγινε λόγος πρωτύτερα· οι καταστάσεις αυτές αποτελούν διακριτά κεφάλαια στον βίο ενός λαού και ο λαός ξεχωρίζει με βάση γενικά χαρακτηριστικά, τα οποία ορίζουν τη φυλή που ανήκει.
Αν, οι Έλληνες είναι πράγματι τέτοιοι, όπως τους παρουσιάσαμε προηγουμένως, μπορούμε δικαιολογημένα να ρωτήσουμε, πόθεν προέρχεται αυτό το πνεύμα της κατακραυγής (καταφοράς), το τόσο διαδεδομένο και ακατάσχετο εναντίον τους; Γιατί και αυτός ακόμα ο αέρας της ελεύθερης Ελλάδας είναι μολυσμένος από τις ύβρεις, ενώ οι ευρωπαϊκές εφημερίδες, σχεδόν χωρίς καμιά εξαίρεση, κατακρίνουν τον λαό της; Για ν’ απαντήσουμε δεόντως στην ερώτηση αυτή, πρέπει να προχωρήσουμε σε λεπτομερή ανάλυση αιτίων και αιτιατών, πράγμα που υπερβαίνει τα όρια του βιβλίου αυτού. «Δώσε σε σκυλί όνομα κακό» και καμιά εξήγηση πλέον δεν θα μπορεί να του αποδώσει το καλό που είχε πρωτύτερα. Ουδεμία υπάρχει αμφιβολία, ότι θ’ ακούγαμε λιγότερα εναντίον των Ελλήνων, αν φαίνονταν περισσότερο εύκαμπτοι στα χέρια εκείνων που θέλουν να τους μεταχειριστούν προς όφελος των δικών τους σκοπών, όπως συμβαίνει με τον τούρκικο πηλό στα χέρια του αγγειοπλάστη.[…]
(Εραν.)
Πηγές και παραπομπές
2009 180th Anniversary
of National Archaeological Museum
ATHENS
__________________